Στο τέλος του 2021, με εγκύκλιο που εξέδιδε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, γνωστοποιούσε την υποχρέωση αναγραφής της εισφοράς προστασίας του περιβάλλοντος, που εφαρμόστηκε από 1ης Ιανουαρίου του 2022, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4736/2020. Η εισφορά, την οποία οφείλουν να αναγράφουν ευκρινώς και σε ξεχωριστό σημείο της απόδειξης οι επιχειρήσεις εστίασης, ανέρχεται σε 0,04 ευρώ συν ΦΠΑ για το ποτήρι του καφέ και σε 0,04 ευρώ συν ΦΠΑ για το καπάκι του ποτηριού, ήτοι περίπου 0,10 λεπτά ευρώ με ΦΠΑ και για τα δύο.
Η συγκεκριμένη νομοθεσία, ωστόσο, φαίνεται ότι εκ του αποτελέσματος παραμένει ανεφάρμοστη από μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων καφεστίασης.
Όπως αναφέρουν στελέχη της συγκεκριμένης αγοράς με τα οποία επικοινωνήσαμε, σημαντική μερίδα επιχειρήσεων δεν αναγράφει στην απόδειξη που εκδίδει το ποσό του τέλους για το πλαστικό καπάκι και το ποτήρι.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ποσό 0,10 ευρώ δεν εμφανίζεται στην απόδειξη και επομένως δεν αποδίδεται στο κράτος. Επί της ουσίας, τη στιγμή της πώλησης χρεώνεται στον πελάτη το ανταποδοτικό τέλος ανακύκλωσης, το οποίο καταγράφεται με δύο διαφορετικούς κωδικούς – ένας για το ποτήρι και ένας για το καπάκι. Τα έσοδα που συλλέγονται παραδίδονται στο κράτος σε τριμηνιαία βάση.
Φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού
Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι όποιος επαγγελματίας δεν αποτυπώνει το ποσό του περιβαλλοντικού τέλους στην απόδειξη, δεν το αποδίδει, αλλά και δεν το εισπράττει, καθ’ ότι κανένας δεν το ενσωματώνει στην τιμή του.
Προσθέτουν δηλαδή ότι δεν μπαίνουν στην τσέπη του εκάστοτε παραβάτη τα 0,10 λεπτά από το περιβαλλοντικό τέλος, ωστόσο κάθε επιχείρηση που δεν το αναγράφει στις αποδείξεις έχει τη δυνατότητα να διατηρεί χαμηλότερα την τελική τιμή που πουλάει τον καφέ, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός σε σχέση με εκείνους που εφαρμόζουν τη νομοθεσία.
Ο λόγος είναι ότι οι επιχειρήσεις που αποδίδουν το τέλος εκ των πραγμάτων πωλούν ακριβότερα τον καφέ, ενώ εκείνες που δεν τον αποδίδουν πωλούν φθηνότερα και επομένως μπορούν να προσελκύσουν δυνητικά περισσότερους πελάτες, δεδομένης της χαμηλότερης τιμής που έχει στη δεύτερη περίπτωση το προϊόν.
Με βάση το ρεπορτάζ του powergame.gr και τους ανθρώπους της αγοράς, δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου για το εάν κάποιος «χτυπάει» το ποσό του περιβαλλοντικού τέλους στην απόδειξη ή όχι.
Επί της ουσίας πρόκειται για μία διαδικασία που λειτουργεί «κατά δήλωση» των επιχειρηματιών, επομένως δεν υφίσταται και μηχανισμός ελέγχου, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτό να εντοπιστούν οι παραβάτες. Η επιβάρυνση που δέχεται σήμερα ο καφές ως τελικό προϊόν με τη μορφή του take away στην εστίαση είναι στο επίπεδο του 4,17%, εάν θεωρήσουμε ότι η μέση τιμή για τον φρέντο εσπρέσο ανέρχεται στα 2,40 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού τέλους).
Μέση αύξηση 41% από το 2021 έως σήμερα για την αγορά καφέ στο χέρι
Να σημειωθεί ότι από το 2021, πριν ξεκινήσει το ράλι στη χρηματιστηριακή τιμή του καφέ, η μέση τιμή αγοράς με τη μορφή take away για τον καταναλωτή ήταν περίπου 1,70 ευρώ για το συγκεκριμένο ρόφημα (φρέντο εσπρέσο).
Σήμερα, δεδομένης και της αύξησης στη χρηματιστηριακή τιμή του καφέ αλλά και την επιβολή του περιβαλλοντικού τέλους, η τιμή στο προϊόν ανέρχεται μεσοσταθμικά στα 2,40 για έναν φρέντο εσπρέσο με το μοντέλο του take away.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η επιβάρυνση που δέχτηκε ο καταναλωτής από το 2021 έως και σήμερα ανέρχεται σε ποσοστό 41% ή περίπου 0,70 ευρώ. Από τα 0,70 ευρώ τα περίπου 0,10 ευρώ προέρχονται από την επιβολή του περιβαλλοντικού τέλους για το ποτήρι και το καπάκι.
Εάν υπολογίσουμε την επιβάρυνση που δέχεται ένας καταναλωτής σήμερα, σε σχέση με το 2021, αυτή ανέρχεται μηνιαίως στα 17,5 ευρώ (0,70 επί 25 εργάσιμες ημέρες τον μήνα, εάν θεωρήσουμε ότι κάποιος αγοράζει έναν καφέ ανά εργάσιμη ημέρα) ή περίπου 210 ευρώ σε ετήσια βάση.
Το διεθνές ράλι του καφέ
Η σημαντική αύξηση στην τιμή του καφέ δεν αποτελεί ωστόσο συγκυριακό γεγονός, αλλά συνάρτηση πολλών -κατά κύριο λόγω διεθνών- παραγόντων.
Συγκεκριμένα, οι διεθνείς τιμές του καφέ έχουν φτάσει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 50 ετών, κυρίως λόγω της κλιματικής αλλαγής, της μειωμένης παραγωγής στις βασικές χώρες καφέ και των γεωπολιτικών εντάσεων.
Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των ιστορικών ρεκόρ τιμών παίζουν επίσης η εφαρμογή του νέου Κανονισμού Προστασίας Δέουσας Επιμέλειας (EUDR) της ΕΕ, που στοχεύει στην αποφυγή αποψίλωσης δασών, οι εμπορικοί δασμοί, αλλά και η αυξανόμενη ζήτηση από αναδυόμενες αγορές, όπως η Κίνα.
Μόνο τον τελευταίο μήνα η τιμή της ποικιλίας Arabica στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης σημείωσε αύξηση 25,74%, ενώ η Robusta ενισχύθηκε πάνω από 22% στη χρηματιστηριακή αγορά του Λονδίνου.
Σε σύγκριση με την τελευταία τριετία, η Arabica (η ποικιλία με την μεγαλύτερη παραγωγή παγκοσμίως) διαπραγματεύεται πλέον σε επίπεδα υψηλότερα κατά περίπου 92%, ενώ η Robusta (η δεύτερη μεγαλύτερη σε παραγωγή ποικιλία στον κόσμο) παρουσιάζει αύξηση στο επίπεδο του 118%.