Η διεθνής εικόνα της φέτας δείχνει ότι το προϊόν έχει κατακτήσει τόσο ώριμες όσο και αναπτυσσόμενες αγορές, με αξιοσημείωτες διαφορές στη μέση τιμή και στη δυναμική ανάπτυξης. Στις υπερατλαντικές αγορές το πλεονέκτημα του ελληνικού τυριού είναι ιδιαίτερα εμφανές καθώς σύμφωνα με στοιχεία ανάλυσης από τον δόκτορα Γεωπονίας, Ιωάννη Καϊμακάμη και σχετικό άρθρο που υπογράφει, η μέση τιμή εξαγωγής φτάνει περίπου τα 9,4 ευρώ το κιλό, στην Αυστραλία υπερβαίνει τα 9,6 ευρώ. Η υπεραξία που παρουσιάζει σε υπερατλαντικές αγορές η φέτα, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει υψηλότερης τιμής, οφείλεται στο γεγονός ότι αντιμετωπίζεται ως προϊόν με μοναδική ταυτότητα και προστατευόμενη γεωγραφική ένδειξη και όχι ως ένα ακόμη λευκό τυρί στο ράφι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται ο κύριος Καϊμακάμης, σε Καναδά, Ελβετία και ορισμένες ειδικές ευρωπαϊκές αγορές, όπως η Ολλανδία, κυμαίνεται στα 8,7-8,9 ευρώ.
Γερμανία: Ο μεγαλύτερος αγοραστής φέτας
Στην κορυφή της ζήτησης εντός ευρωπαϊκής ηπείρου, η Γερμανία παραμένει ο μεγαλύτερος αγοραστής φέτας, αποφέροντας το 27–28% του συνολικού τζίρου για τη χώρα μας. Ακολουθούν η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία, που από κοινού οι χώρες αυτές υπερβαίνουν το 50% των εξαγωγών. Στις αγορές αυτές, η μέση τιμή κυμαίνεται μεταξύ 7,6 και 8,1 ευρώ/κιλό. Πρόκειται για ώριμα οικοσυστήματα όπου η φέτα έχει εδραιωθεί με υψηλή διείσδυση, γεγονός που μετατοπίζει την ανταγωνιστικότητα από την τιμή προς τη μάχη για μερίδιο αγοράς.
Παράλληλα, σε μια δεύτερη γραμμή ευρωπαϊκών χωρών, όπως Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία και Ισπανία, παρατηρούνται επίσης ισχυροί διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης, ξεπερνώντας τον μέσο όρο της αγοράς και ενισχύοντας τη γεωγραφική διαφοροποίηση του ελληνικού εξαγωγικού χαρτοφυλακίου.
Με βάση τα επίσημα στοιχεία για την περίοδο Ιανουαρίου 2024 έως Σεπτεμβρίου 2025, οι συνολικές εξαγωγές φέτας ανέρχονται σε περίπου 182.000 τόνους και ξεπερνούν τα 1,46 δισ. ευρώ σε αξία. Εάν επιμερίσουμε τις δύο χρονιές, το 2024 πουλήθηκαν περίπου 97.000 τόνοι και απέφεραν 785 εκατ. ευρώ, ενώ το εννεάμηνο 2025 προστέθηκαν στο λογαριασμό ακόμα 85.000 τόνοι και 674 εκατ. ευρώ σε τζίρο.
Η σύγκριση των περιόδων Ιαν.–Σεπ. 2024 και Ιαν.–Σεπ. 2025 δείχνει αύξηση όγκου περίπου 9% και αξίας 6,5%. Η μέση τιμή εξαγωγής κινείται από 8,09 ευρώ το κιλό το 2024 σε 7,93 ευρώ το κιλό το 2025, μια οριακή μείωση που επιβεβαιώνει ότι η αξία του προϊόντος «ακολουθεί» τον όγκο και όχι το αντίστροφο.
Αν εξετάσουμε τη μηνιαία εξέλιξη, διακρίνεται έντονη εποχικότητα. Από τους 5,8 χιλιάδες τόνους που πουλήθηκαν τον Ιανουάριο του 2024, οι εξαγωγές κορυφώνονται σε πάνω από 11 χιλιάδες τόνους το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, υποχωρούν προς το τέλος του έτους και ξανανεβαίνουν το 2025, φτάνοντας τα 13,3 χιλιάδες τόνους τον Ιούλιο. Η τάση ευθυγραμμίζεται με την αυξημένη κατανάλωση φρέσκων και ελαφρύτερων γευμάτων όπως η σαλάτα σε πολλές αγορές την περίοδο άνοιξη–καλοκαίρι. Σε διάστημα 19 μηνών (Ιανουάριος 2024-Ιούλιος 2025), ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής αποτιμάται σε +23% για τον όγκο και +19,5% για την αξία, μια επιτάχυνση που σύμφωνα με τον Ιωάννη Καϊμακάμη παρουσιάζει βραχυπρόθεσμα χαρακτηριστικά, αλλά εκπέμπει ισχυρό μήνυμα για τη συμβολή της φέτας στις εξαγωγές.
Το 75% των πωλήσεων εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης
Συνολικά, η γεωγραφική κατανομή δείχνει ότι περίπου το 75% της αξίας πωλήσεων φέτας κατευθύνεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το υπόλοιπο 25% εκτός αυτής. Το μείγμα αυτό επιτρέπει υψηλούς όγκους στα ώριμα ευρωπαϊκά κανάλια, αλλά και υψηλότερα περιθώρια σε πιο απομακρυσμένες ή niche αγορές.
Κατά τον κύριο Καϊμακάμη, σε στρατηγικό επίπεδο, η φέτα αποτελεί ένα από τα λίγα ελληνικά προϊόντα που συνδυάζουν μέγεθος αγοράς, τιμή που αντιστοιχή στην προστιθέμενη αξία του προϊόντος και ισχυρή διεθνή ταυτότητα, όπου η Ελλάδα διατηρεί ουσιαστικά μονοπωλιακή θέση λόγω ΠΟΠ. Η αξιοποίηση αυτής της θέσης απαιτεί συνεκτική διαχείριση σε όλη την αλυσίδα αξίας, αρχής γενομένης από την επάρκεια αιγοπρόβειου γάλακτος μέχρι τη σωστή τοποθέτηση σε αγορές με επιθυμία των καταναλωτών να πληρώσουν παραπάνω για ένα προϊόν προστιθέμενης αξίας.