Η COSCO αναδιαμορφώνει τον χάρτη στο εμπόριο Ασίας-Ευρώπης

Η νέα θαλάσσια σύνδεση της COSCO και η ανάδειξη του Πειραιά σε βασικό ευρωπαϊκό σταθμό διαμετακόμισης της Ασίας προς την Ευρώπη

Container της Cosco Shipping © EPA/FOCKE STRANGMANN

Η έναρξη της νέας απευθείας θαλάσσιας σύνδεσης μεταξύ Μπατάμ (Ινδονησία) και Γιανγκπού (Χαϊνάν, Κίνα) από την κινεζική κρατική ναυτιλιακή εταιρεία COSCO (China Ocean Shipping Company) φέρνει σημαντικές γεωοικονομικές και στρατηγικές προεκτάσεις για την περιοχή. Η διαδρομή, η οποία περιλαμβάνει και στάση στην Κότα Κινάμπαλου της Μαλαισίας, όχι μόνο ενισχύει το διμερές εμπόριο Κίνας–Ινδονησίας, αλλά αναβαθμίζει και τον ρόλο του Μπατάμ ως αναδυόμενου κόμβου διαμετακομιστικού εμπορίου.

Στρατηγική αναβάθμιση για την Ινδονησία

Σε διμερές επίπεδο, η νέα θαλάσσια σύνδεση ενισχύει τη συνεργασία μεταξύ της Κίνας και της Ινδονησίας, δύο μελών της BRICS, που φέτος γιορτάζουν 75 χρόνια διπλωματικών σχέσεων. Η Ινδονησία, η μεγαλύτερη οικονομία της Νοτιοανατολικής Ασίας, συμμετέχει στην Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI) από το 2017, γεγονός που υπογραμμίζει την κομβική της θέση στα κινεζικά σχέδια περιφερειακής διασύνδεσης.

Το διμερές εμπόριο βρίσκεται σε τροχιά σταθερής επέκτασης. Το 2024, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Ινδονησίας για 12η συνεχή χρονιά. Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Τελωνείων της Κίνας, το συνολικό διμερές εμπόριο έφτασε τα 147,8 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 6,1%. Οι κινεζικές εξαγωγές προς την Ινδονησία ανήλθαν σε 76,7 δισεκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας εντυπωσιακή αύξηση 17,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η Κίνα έχει παράλληλα αναδειχθεί σε σημαντικό επενδυτή σε καίριους τομείς της ινδονησιακής οικονομίας, όπως η εξόρυξη, η παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων και οι υποδομές. Οι επαφές υψηλού επιπέδου, με χαρακτηριστική την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου της Ινδονησίας Prabowo Subianto στο Πεκίνο, έχουν ενισχύσει ακόμη περισσότερο το πλαίσιο συνεργασίας με νέες συμφωνίες.

Κομβικό σημείο αυτής της συνεργασίας αποτελεί το Μπατάμ, το οποίο από μια αλιευτική κοινότητα εξελίχθηκε σε μία από τις πρώτες βιομηχανικές ζώνες της Ινδονησίας και απέκτησε καθεστώς ελεύθερης οικονομικής ζώνης το 2009. Το 2024, το λιμάνι του Μπατάμ διακίνησε περίπου 670.000 TEUs, ενισχύοντας τον ρόλο του στις περιφερειακές αλυσίδες εφοδιασμού.

Η νέα απευθείας σύνδεση με το ελεύθερο λιμάνι της Χαϊνάν μειώνει τους χρόνους μεταφοράς, περιορίζει το κόστος logistics και ανοίγει τον δρόμο για τις ινδονησιακές εξαγωγές προς τις αγορές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, μειώνοντας την εξάρτηση από τη Σιγκαπούρη. Έτσι, το Μπατάμ όχι μόνο αναδεικνύεται σε νέο επενδυτικό και εμπορικό κόμβο διεθνούς εμβέλειας, αλλά ενισχύει και τη στρατηγική θέση της Ινδονησίας στο πλαίσιο της ευρύτερης περιφερειακής ολοκλήρωσης με την Κίνα και την ASEAN.

Το «δίλημμα της Μαλάκκας» και τα οφέλη για το Πεκίνο

Η νέα ναυτιλιακή διαδρομή προσφέρει σημαντικά οφέλη και για το Πεκίνο. Πέρα από την τόνωση της τοπικής ανάπτυξης στη Χαϊνάν, που εξελίσσεται σε ελεύθερο λιμάνι και κόμβο logistics, η πρωτοβουλία εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο. Στο εσωτερικό, δημιουργεί διεξόδους για κλάδους που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερπαραγωγής, όπως η βιομηχανία φωτοβολταϊκών, επιτρέποντας την αποδοτικότερη διοχέτευση πλεονάζοντος προϊόντος σε νέες αγορές. Στο εξωτερικό, η νέα γραμμή εντάσσεται στη στρατηγική του Πεκίνου να εμβαθύνει το εμπόριο, τις ροές κεφαλαίων και την εφοδιαστική διασύνδεση με τη Νοτιοανατολική Ασία, έναν βασικό εταίρο σε μια εποχή παγκόσμιας κατακερματισμένης εμπορικής τάξης.

Η διαδρομή απαντά επίσης στο μακροχρόνιο «δίλημμα της Μαλάκκας». Περίπου τα δύο τρίτα του κινεζικού θαλάσσιου εμπορίου διέρχονται από τα στενά της Μαλάκκας, μια θαλάσσια αρτηρία που μπορεί να καταστεί ευάλωτη σε περιόδους κρίσης ή γεωπολιτικής έντασης. Ο διάδρομος Μπατάμ–Χαϊνάν δίνει τη δυνατότητα διαφοροποίησης διαδρομών, ενισχύει την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων και μειώνει την εξάρτηση από θαλάσσιες οδούς που βρίσκονται υπό αμερικανικό έλεγχο ή εκτίθενται σε αστάθεια, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη συνέχιση της πρόσβασης σε περιφερειακές και διεθνείς αγορές εν μέσω δασμών και εμπορικών τριβών.

Για το Πεκίνο, η νέα γραμμή συμβάλλει στην εδραίωση της περιφερειακής του παρουσίας, υποστηρίζει τις αναπτυξιακές προτεραιότητες της ASEAN και ενισχύει την κινεζική επιρροή στα εμπορικά δίκτυα της Νοτιοανατολικής Ασίας. Παράλληλα, θωρακίζει θαλάσσιες διαδρομές σε μια περίοδο αυξανόμενων εντάσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα και στον ευρύτερο αμφισβητούμενο Ινδο-Ειρηνικό. Η στρατηγική σημασία είναι ξεκάθαρη: η νέα σύνδεση ενδυναμώνει την κινεζική γεωοικονομική και γεωπολιτική εμβέλεια, διευκολύνοντας ταχύτερο εμπόριο όχι μόνο με τη Νοτιοανατολική Ασία αλλά και με τη Βόρεια και Νότια Αμερική, ενώ παράλληλα εντάσσεται στην προώθηση της Πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI) στις τρεις αυτές ηπείρους.

Μπατάμ–Χαϊνάν: Ο κόμβος που αλλάζει τις εμπορικές ροές

Η νέα θαλάσσια σύνδεση Μπατάμ–Χαϊνάν αναβαθμίζει τη θέση της Νοτιοανατολικής Ασίας στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, εντάσσοντας το Μπατάμ στο παγκόσμιο δίκτυο της COSCO που εκτείνεται σε Αφρική, Ωκεανία και Ευρώπη. Τα προϊόντα από το Μπατάμ φτάνουν πλέον γρηγορότερα στην Κίνα και αποκτούν ταχύτερη πρόσβαση στις αγορές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής μέσω του λιμανιού Γιανγκπού. Παράλληλα, η αναβάθμιση της ACFTA 3.0 προωθεί ψηφιακό εμπόριο, πράσινη ανάπτυξη και ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων, ενισχύοντας την περιφερειακή ολοκλήρωση σε μια αγορά άνω των δύο δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

Μειώνοντας την εξάρτηση από κομβικά σημεία όπως τα στενά της Μαλάκκας, η διαδρομή ενισχύει την ανθεκτικότητα και τη διαπραγματευτική ισχύ της ASEAN, δίνοντας στην Ινδονησία και τη Μαλαισία μεγαλύτερη ευελιξία amid τις εντάσεις Κίνας–ΗΠΑ. Η σύνδεση με το Γιανγκπού επιτρέπει στις χώρες της περιοχής να ισορροπούν τις σχέσεις τους με τις μεγάλες δυνάμεις, ενισχύοντας τον στρατηγικό ρόλο της Νοτιοανατολικής Ασίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ωστόσο, η διαδρομή αντιμετωπίζει προκλήσεις: το Μπατάμ υστερεί σε κλίμακα, αυτοματοποίηση και υποδομές σε σχέση με τη Σιγκαπούρη, ενώ γραφειοκρατία, ασυνέπειες στους κανονισμούς και περιορισμένη ψηφιακή διασύνδεση μπορεί να περιορίσουν τα οφέλη. Παρά τα εμπόδια, η πρωτοβουλία αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία της περιοχής και τη διεύρυνση της γεωοικονομικής επιρροής της Κίνας.

Ο Πειραιάς ως κομβικό σημείο της COSCO στην Ευρώπη

Η στρατηγική επέκταση της COSCO δεν περιορίζεται στη Νοτιοανατολική Ασία. Ο Πειραιάς στην Ελλάδα αναδεικνύεται σε βασικό ευρωπαϊκό σταθμό της εταιρείας, συνδέοντας την Ασία με την Ευρώπη μέσω θαλάσσιων και χερσαίων δικτύων.

Η COSCO διαχειρίζεται το λιμάνι από το 2009 και έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις πάνω από 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε υποδομές, τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και ψηφιακή διαχείριση φορτίων. Οι εκβάθυνση των προβλητών και η ανάπτυξη σύγχρονων logistics επιτρέπουν τώρα την υποδοχή πλοίων μεταφοράς άνω των 20.000 TEUs, ενώ η ετήσια διακίνηση φτάνει περίπου 6,5 εκατομμύρια TEUs, σημειώνοντας αύξηση 5% ετησίως τα τελευταία χρόνια.

Ο Πειραιάς συνδέεται με το παγκόσμιο δίκτυο της COSCO, που περιλαμβάνει λιμάνια όπως Μπατάμ, Γιανγκπού και Χαϊνάν, και περισσότερα από 150 λιμάνια σε όλο τον κόσμο. Η αξία των εμπορευμάτων που διακινούνται μέσω του λιμανιού ξεπερνά τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, καθιστώντας τον Πειραιά κρίσιμο σημείο εισόδου προϊόντων από Ασία προς Ευρώπη και αντίστροφα.

Η παρουσία της COSCO δημιουργεί πάνω από 10.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας και ενισχύει τον τουρισμό κρουαζιέρας, προσελκύοντας παράλληλα ξένες επενδύσεις. Οι σύγχρονες υποδομές και η εφαρμογή πράσινων τεχνολογιών, όπως φορτιστές για ηλεκτρικά πλοία και πλοία LNG, έχουν μειώσει έως 30% τις εκπομπές CO2 στο λιμάνι, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα του Πειραιά.

Με αυτή τη διασύνδεση, ο Πειραιάς καθίσταται στρατηγικός διαμετακομιστικός κόμβος, ενσωματωμένος στο παγκόσμιο δίκτυο της COSCO, και ενισχύει τη γεωπολιτική και οικονομική σημασία της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό και διεθνή εμπορικό χάρτη.