Γιατί η στρατηγική της πρώτης κάλπης αφορά όλα τα κόμματα

ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι πιθανές πρωτοβουλίες Τσίπρα και Σαμαρά, όλοι εστιάζουν στην πρώτη κάλπη. Επιμένει στον στόχο της αυτοδυναμίας η ΝΔ

Καταμέτρηση ψήφων © ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI

Η πρώτη κάλπη γίνεται πλέον το σημείο αναφοράς για όλο το πολιτικό φάσμα στις εκλογές του 2027. Όχι μόνο για την κυβερνητική παράταξη, όπως προκύπτει από τις τελευταίες τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού αλλά επίσης και για το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τις πιθανές πολιτικές πρωτοβουλίες του Αλέξη Τσίπρα, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμα και τις κινήσεις της Μαρίας Καρυστιανού.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαναδιατύπωσε τον οδικό χάρτη για τις επόμενες εκλογές: Θα γίνουν το 2027, με το ίδιο εκλογικό σύστημα και με τη ΝΔ να διεκδικεί εκ νέου την αυτοδυναμία από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση. «Όλα αυτά που ακούω, διαβάζω, σενάρια, «διπλές κάλπες», «τριπλές κάλπες», δεν υπάρχουν αυτά στο δικό μου το μυαλό», τόνισε στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, την περασμένη Τρίτη. Πρόκειται για την οριοθέτηση της στρατηγικής του κυβερνώντος κόμματος, με διπλούς αποδέκτες. Πρώτον, ως απάντηση στις εσωκομματικές πιέσεις κυρίως για αλλαγή του εκλογικού νόμου, ώστε να γίνει πιο εφικτή η αυτοδυναμία. Το Μαξίμου φαίνεται να απορρίπτει μια τέτοια πρωτοβουλία καθώς θεωρεί ότι θα αποτελούσε ένδειξη ηττοπάθειας. Δεύτερον, με τον στόχο για αυτοδυναμία από την πρώτη κάλπη μεταθέτει το πρόβλημα της κυβερνησιμότητας στα κόμματα της αντιπολίτευσης, με το επιχείρημα ότι η κυβερνητική παράταξη, παρά τη φθορά της, είναι η μόνη που έχει το «κλειδί» να μην βρεθεί η χώρα σε κυβερνητικό αδιέξοδο. Τρίτον, αποτελεί και μια έμμεση απάντηση στην παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας την περασμένη Κυριακή από το «Βήμα», που εξέφρασε μεν την ανησυχία του για το ενδεχόμενο ενός μετεκλογικού πολιτικού αδιεξόδου, θεωρώντας σύμφωνα με το «Βήμα» ότι «η κυβέρνηση έχει υπέρ της τη σύγκριση των αποτελεσμάτων, ιδιαιτέρως στο πεδίο της οικονομίας, αλλά βαρύνεται από τη φθορά του χρόνου, ενώ η αντιπολίτευση αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει το αποτέλεσμα αυτής της φθοράς».

Είναι φανερό ότι το Μαξίμου θα συνοδεύσει τη στρατηγική της πρώτης κάλπης με ισχυρά διλήμματα, εκμεταλλευόμενη τον κατακερματισμό της αντιπολίτευσης τόσο δεξιά της ΝΔ όσο κυρίως στον χώρο της Κεντροαριστεράς, προτάσσοντας την αυτοδυναμία ως τη μοναδική συνταγή αποφυγής πολιτικών περιπετειών. Με δεδομένο βέβαια ότι οι δημοσκοπήσεις δίνουν στη ΝΔ ποσοστό της τάξης του 30%, μακριά από την προοπτική αυτοδυναμίας, η στρατηγική της πρώτης κάλπης θα συμβάλει στην αποδυνάμωση των κακών σεναρίων, που κάνουν λόγο ακόμα και για απώλεια του μπόνους βουλευτικών εδρών σε περίπτωση που το κόμμα δεν περάσει τον πήχη του 25%. Είναι και μια παρότρυνση για συσπείρωση των βουλευτών, με τον στόχο της αυτοδυναμίας ως τη μόνη σίγουρη επιλογή επανεκλογής τους.

Σε αυτήν την επιθετική γραμμή της κυβερνητικής παράταξης, οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις νιώθουν την ανάγκη να αναπροσαρμόσουν τις τακτικές τους αλλά και να αξιολογήσουν τις δυνατότητες που έχουν για την επίτευξη των υψηλότερων δυνατών ποσοστών από την πρώτη κιόλας εκλογική αναμέτρηση. Κοντολογίς, όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που συζητούν για συμμαχικά σχήματα και κυβερνήσεις συνεργασίας στον πιθανό δεύτερο γύρο, δεν θα έχουν τύχη αν αποτύχουν στην πρώτη και καθοριστική εκλογική αναμέτρηση.

Στον μαραθώνιο μέχρι τις εκλογές-και με τον Πρωθυπουργό να διατυπώνει μια πιο επιθετική πολιτική για αυτοδυναμία- το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται εκ νέου σε σταυροδρόμι. Αν και ο πρόεδρος Νίκος Ανδρουλάκης εξακολουθεί να διατυπώνει ως στόχο να είναι το ΠΑΣΟΚ πρώτο κόμμα με μία έστω ψήφο διαφορά από τη ΝΔ, τα δημοσκοπικά ευρήματα δεν εμφανίζουν ανάλογη δυναμική. Κρίσιμος σταθμός θα είναι το Συνέδριο στις αρχές του 2026, γιατί αν και υπάρχει επί της αρχής συναίνεση για μια αυτοδύναμη πορεία, στην πράξη πολλά ηγετικά στελέχη βάζουν «από το παράθυρο» σκέψεις συνεργασίας με την Αριστερά-ή ακόμη και με το… κόμμα Τσίπρα που δεν υφίσταται προς το παρόν. Και οι σκέψεις αυτές δεν αφορούν τον δεύτερο γύρο αλλά ακόμα και το ενδεχόμενο συμπράξεων από την πρώτη κάλπη. Γενικά, το ΠΑΣΟΚ γίνεται δέκτης πιέσεων ώστε να απαντήσει προκαταβολικά στο ερώτημα «με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει», κάτι που αποδυναμώνει το στόχο της αυτόνομης πορείας και τους τρόπους να «ξεκολλήσει η βελόνα» της στασιμότητας στις δημοσκοπήσεις.

Ακόμα πιο πιεστική θα γίνει η κατάσταση με το πέρασμα του χρόνου για όλους όσοι φιλοδοξούν να μπουν στην πολιτική κονίστρα με νέα σχήματα. Ο Αλέξης Τσίπρας ζει τη φάση της παρουσίασης του βιβλίου του, αλλά αυτός ο κύκλος θα ολοκληρωθεί στις αρχές του 2026. Κάπου εκεί θα πρέπει να εκδηλώσει τις προθέσεις του, το πρόγραμμά του, τους συνεργάτες του και να θέσει τέλος και την υπαρξιακή αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ, που ήδη βρίσκεται σε μια ιδιότυπη πολιτική «καραντίνα». Αλλά και ο Αντώνης Σαμαράς βρίσκεται ενώπιον αποφάσεων που πρέπει να λάβει, εάν θέλει να ευδοκιμήσει το εγχείρημά του σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό χώρο, με την Ελληνική Λύση και τη Φωνή Λογικής να καραδοκούν. Γρίφος παραμένει και η επόμενη κίνηση της Μαρίας Καρυστιανού, μετά τα όσα αποκαλύφθηκαν για τα «ήξεις αφήξεις» δημιουργίας πολιτικής κίνησης, με τον χρόνο να κυλά και να λειτουργεί επιβαρυντικά.