To 2019 μόλις το 0,2% των ευρυζωνικών συνδέσεων της χώρας μας ήταν βασισμένες σε οπτικές ίνες και το 99,8% βασίζονταν σε χάλκινα καλώδια. Στο τέλος του 2024 το ποσοστό των τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων οπτικών ινών ανήλθε σε 14,2% και των χάλκινων συνδέσεων σε 85,8%. Η μεταβολή αυτή μας έφερε από την τελευταία θέση που ήμασταν στη ζώνη του ΟΟΣΑ το 2019 στην τέταρτη από το τέλος θέση το 2024.
Με την επίδοση αυτήν, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε πριν από λίγες ημέρες ο ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ξεπέρασε τη Γερμανία (13,7% των ευρυζωνικών συνδέσεων είναι οπτικής ίνας), την Αυστρία (13,6%) και το Βέλγιο (10,8%). Ωστόσο, η χώρα μας, όπως και οι προαναφερθείσες χώρες, υστερούν σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που ανέρχεται σε 46,9%. Οι χώρες που έχουν «οπτικοποιήσει» το μεγαλύτερο μέρος του τηλεπικοινωνιακού τους δικτύου είναι η Ισλανδία (93,2% των συνδέσεων είναι οπτικής ίνας), η Κορέα (90,5%) και η Ισπανία (89,3%).
Μια σειρά τριτοκοσμικών χωρών, όπως η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα και η Τουρκία, εμφανίζουν επίσης αξιοσημείωτη πρόοδο στην ανάπτυξη οπτικών ινών. Και οι τρεις χώρες βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο, γεγονός που σημαίνει ότι περίπου το 50% του δικτύου τους βασίζεται σε οπτικές ίνες. Η χώρα, πάντως, που έκανε άλματα μέσα στην τελευταία 5ετία ήταν το Ισραήλ, που αύξησε τη διείσδυση των οπτικών ινών από το 5,5% το 2019 στο 62,3% το 2024. Επίσης, το Περού εκτοξεύθηκε από το 8,2% στο 73,8% μέσα σε πέντε χρόνια.


Πέρυσι, πάντως, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα ήταν η χώρα στη ζώνη του ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη αύξηση συνδέσεων οπτικών ινών, κατά 72,2%. Ακολούθησαν το Ην. Βασίλειο με 57,5% και το Βέλγιο με 41,8%. Βεβαίως, τα μεγάλα αυτά ποσοστά αύξησης των οπτικών ευρυζωνικών συνδέσεων δείχνουν και την ανωριμότητα των δικτύων, καθώς σε χώρες όπως η Σουηδία, η Ιαπωνία και η Νορβηγία οι ρυθμοί αύξησης των ευρυζωνικών συνδέσεων οπτικών ινών είναι χαμηλά, μονοψήφιοι.
Η καθυστέρηση της χώρας μας στη δημιουργία οπτικών ινών φαίνεται και από τα στοιχεία των συνδέσεων που διαθέτουν ταχύτητες άνω των 100 Mbps. Στην Ελλάδα στο τέλος του 2024 μόνον το 37,4% των ευρυζωνικών συνδέσεων λειτουργούσαν με ταχύτητα άνω των 100 Mbps, έναντι 84,9% που ήταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Η επίδοση της Ελλάδας ήταν η τρίτη χαμηλότερη στη ζώνη του ΟΟΣΑ σε σύνολο 36 χωρών. Η Ελλάδα κατατάσσονταν στην 34η θέση, έχοντας πίσω της την Αυστραλία (27,9%) και την Τουρκία στην τελευταία θέση, με μόλις το 8,4% των ευρυζωνικών συνδέσεών της να φέρει ταχύτητες άνω των 100 Mbps.


Κινητή ευρυζωνικότητα
Στην κινητή ευρυζωνικότητα η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Η κατανάλωση δεδομένων (GB) μέσω κινητού αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία 5ετία και από 2,3 GB ανά χρήστη και ανά μήνα, που ήταν το 2019, πέρυσι βρέθηκε σε 14,9 GB. Φτάσαμε έτσι στο 100% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (14,8 GB), από λιγότερο από 40% που ήμασταν το 2019.
Ωστόσο, ένας δεύτερος δείκτης δείχνει την υστέρηση της χώρας μας στα δίκτυα επικοινωνιών. Ο δείκτης αυτός είναι οι συνδέσεις μηχανής με μηχανή (Μ2Μ) και παρουσιάζει πόσο αυτοματοποιημένες διαδικασίες έχουν αναπτυχθεί σε κάθε χώρα. Πρόκειται για ασύρματες συνδέσεις μηχανών (π.χ. υδρομετρητές, μετρητές κατανάλωσης ενέργειας, αυτοκίνητα κ.λπ.), που δίνουν πληροφορίες σε άλλους υπολογιστές, δηλαδή σε άλλες μηχανές.
Στην Ελλάδα, στο τέλος του 2024, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, λειτουργούσαν 1,6 εκατ. M2M συνδέσεις, που αντιστοιχούσαν στο 15,6% του πληθυσμού της χώρας. Η επίδοση αυτή μας έφερε στην 30ή θέση των χωρών του ΟΟΣΑ σε σύνολο 35 χωρών. Στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ λειτουργούσαν 641 εκατ. συνδέσεις Μ2Μ, που αντιστοιχούσαν περίπου στο 46% στο συνολικού πληθυσμού. Οι χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις στους δείκτες αυτούς ήταν η Σουηδία και η Αυστρία, οι οποίες λειτουργούσαν υπερτριπλάσιο αριθμό συνδέσεων από τον πληθυσμό τους.
