Μπροστά σ’ ένα παράθυρο ευκαιρίας «ιστορικών διαστάσεων», το οποίο, ωστόσο, έχει αρκετούς αστερίσκους για να ανοίξει, βρίσκεται η ελληνική αγορά τεχνολογίας.
Η αξία της αγοράς προβλέπεται να εκτιναχθεί στα 13,5 δισ. ευρώ, με ορίζοντα το 2030, διπλασιάζοντας, σχεδόν, το οικονομικό της αποτύπωμα μέσα σε πέντε χρόνια, από τα 7,7 δισ. ευρώ που ήταν το 2024.
Πρόκειται για μια πορεία η οποία, εφόσον επιβεβαιωθεί, τοποθετεί την τεχνολογία στον πυρήνα της αναπτυξιακής στρατηγικής της χώρας, με συνεισφορά περίπου 6% στο προβλεπόμενο πραγματικό ΑΕΠ έως το 2030 και συνολικές έμμεσες και επαγόμενες επιπτώσεις ύψους 27,8 δισ. ευρώ.
Με βάση το σενάριο αυτό, η αγορά μέχρι το 2030 αναμένεται να «μεγαλώσει» κατά περίπου 5,8 δισ. ευρώ, στοιχείο που αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία του ψηφιακού οικοσυστήματος για την ελληνική οικονομία.

«Ο κλάδος προσπερνά τις προσδοκίες που είχαμε θέσει τα προηγούμενα χρόνια. Πλησιάζουμε το σενάριο σύγκλισης με τις μετρήσεις στην Ευρώπη, 2030, κοντά στα 13,5 δισ.
Η προοπτική, ωστόσο, για το 2030 δεν είναι εξασφαλισμένη, υπάρχουν προϋποθέσεις, χρειάζεται να μετατραπεί η αδράνεια σε δράση», τόνισε χθες από το βήμα του Digital Economy Forum 2025 του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ), ο Σωτήρης Μπατζιάς, εταίρος στο τμήμα Strategy & Transactions, Deloitte, παρουσιάζοντας τα στοιχεία της έρευνας.
Καθυστερήσεις στα ψηφιακά έργα
Πρακτικά, παρά το γεγονός ότι το ψηφιακό ελατήριο έχει πατηθεί, το μεγάλο άλμα της ελληνικής τεχνολογίας δεν θα γίνει χωρίς αστερίσκους, ενώ η πορεία προς τον πήχη των 13,5 δισ. ευρώ δεν είναι δεδομένη. Τα ισχυρά «αγκάθια», που φρενάρουν την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου, περιγράφουν τα ευρήματα της ίδιας της μελέτης, που παρουσιάστηκε χθες.

Η γραφειοκρατία αναδεικνύεται ως η μεγαλύτερη πρόκληση για τον εγχώριο κλάδο της τεχνολογίας, με 48,9%, ακολουθούμενη πολύ κοντά από την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού (47,9%) και τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση έργων ψηφιακού μετασχηματισμού (43,2%).

Σημαντικό αγκάθι αποτελούν, εξάλλου, τα χαμηλά επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης (33,2%), η αδύναμη σύνδεση ΑΕΙ με την αγορά εργασίας (24,2%) και η περιορισμένη χρηματοδότηση (20,5%). Η εικόνα συμπληρώνεται από τη διαρροή επιστημόνων, την έλλειψη φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος, τις ανεπαρκείς ψηφιακές υποδομές και τη χαμηλή εγχώρια ζήτηση.
Πόσο ψηφιακό είναι το Δημόσιο;
Ιδιαίτερο βάρος στην αναπτυξιακή εξίσωση έχει -προφανώς- ο ψηφιακός μετασχηματισμός του Δημοσίου. Σε ερώτηση σχετική με το πώς αποτιμούν οι επιχειρήσεις του κλάδου την ταχύτητα υλοποίησης των σχετικών δράσεων, το 34% την αξιολογεί ως «σχετικά γρήγορη», ενώ μόλις το 2% ως «πολύ γρήγορη».

Στον αντίποδα, περισσότερες από 1 στις 3 ελληνικές εταιρείες (το 37%) θεωρούν ότι η ταχύτητα υλοποίησης των δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού του Δημοσίου είναι «σχετικά» ή «πολύ αργή», ενώ ένα 27% τη χαρακτηρίζει «ούτε γρήγορη ούτε αργή».
Αντίστοιχα, προβληματισμένες εμφανίζονται οι επιχειρήσεις της τεχνολογίας και όσον αφορά το μέλλον του κλάδου, με ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, της τάξης του 60%, να δηλώνει «επιφυλακτικά αισιόδοξο» και ένα 12% να δηλώνει ανήσυχο.
Στοίχημα η συντήρηση των έργων
Προβληματισμό εκφράζει ο κλάδος και για ένα ακόμη μείζον θέμα, αυτό που αφορά τη συντήρηση και λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων του Δημοσίου.

Μόλις το 3,7% θεωρεί ότι υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση με προγραμματισμό για τη μελλοντική συντήρηση των έργων, ενώ το 23% των επιχειρήσεων κάνει λόγο για ανεπαρκείς πόρους, το 22% για έλλειψη κονδυλίων για τη συνέχιση της λειτουργίας τους, με το 10,5% να μιλά για περιορισμένη πρόβλεψη και το 4,1% για απουσία σταθερής πολιτικής όσον αφορά τη συντήρηση των έργων.
Οι βασικοί παράγοντες που δυσχεραίνουν τη βιωσιμότητα των συστημάτων είναι η περιορισμένη πρόβλεψη για αναβάθμιση εξοπλισμού, το αυξημένο λειτουργικό κόστος, η ταχεία αλλαγή τεχνολογικών λύσεων και η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, με την αγορά να σχολιάζει ότι χωρίς αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, η πρόοδος κινδυνεύει να επιβραδυνθεί.

Θετικές είναι, πάντως, οι απόψεις των ίδιων των εταιρειών για την πρόοδο του κλάδου την τελευταία πενταετία, με το 68% να θεωρεί ότι έχει σημειωθεί πρόοδος σε μεγάλο και πολύ μεγάλο βαθμό. Ένα 27% αναγνωρίζει μετριοπαθή πρόοδο, την ώρα που μόλις 6% τη χαρακτηρίζει μικρή ή ανύπαρκτη.
Πως θα φτάσει ο κλάδος τα 13,5 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με τη μελέτη, για να επιτευχθεί ο στόχος του διπλασιασμού της αξίας του κλάδου, κρίσιμο ζητούμενο είναι η διεύρυνση του διαθέσιμου ανθρώπινου κεφαλαίου.
Πρακτικά απαιτούνται περισσότεροι από 1.000 νέοι αποφοίτοι ΤΠΕ ετησίως, μέσω νέων και επικαιροποιημένων μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην προσέλκυση ψηφιακών νομάδων, με τη δημιουργία τριών εξειδικευμένων hubs σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας, τα οποία θα προσφέρουν ποιοτικές υποδομές, αγγλόφωνα σχολεία και σύγχρονες υπηρεσίες υγείας, ενισχύοντας παράλληλα τις τοπικές οικονομίες.
Στον τομέα της καινοτομίας και έρευνας, η μελέτη θέτει ως στόχο τη σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μέσω της αύξησης των δαπανών Έρευνας και Ανάπτυξης στο 3% του ΑΕΠ και τη βελτίωση της θέσης της Ελλάδας κατά 9 θέσεις στον δείκτη European Innovation Scoreboard, ώστε η χώρα να καταταχθεί στην κατηγορία των «Strong Innovators».