Ο ευρωπαϊκός εθνικισμός είναι νεκρός. Ζήτω ο ευρωπαϊκός γαστρονασιοναλισμός.

Μια ήπειρος ενωμένη με συνθήκες παραμένει διαιρεμένη εξαιτίας των συνταγών

φαγητό © freepik

Αν και δέχεται στρατιωτική επίθεση από τη Ρωσία, οικονομική από την Κίνα και νιώθει την εγκατάλειψη της Αμερικής, η Ευρώπη μπορεί παρ’ όλα αυτά να θεωρηθεί ότι παραμένει συνεπής στο να επικεντρώνεται σε πράγματα που έχουν σημασία. Όπως, ας πούμε, στον σωστό τρόπο που παρασκευάζεται η καρμπονάρα. Όταν ανακάλυψε τον περασμένο μήνα ότι ένα κατάστημα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες πουλούσε βαζάκια με έτοιμη σάλτσα καρμπονάρα που προφανώς περιείχε λάθος υλικά, ο Francesco Lollobrigida, υπουργός Γεωργίας της Ιταλίας, αντέδρασε με την επίσημη ένταση που θα περίμενε κανείς για θέματα πολέμου και ειρήνης. Πώς είναι δυνατόν μια καρμπονάρα  που περιέχει κρέμα! Madonna mia!-και το λάθος κομμάτι χοιρινού κρέατος να είναι ποτέ αντάξια αυτού του ονόματος; Τι θα ακολουθήσει δηλαδή, ανανάς στην πίτσα; Αυτό ήταν απαράδεκτο, εξερράγη ο λαϊκιστής υπουργός, ο οποίος τυγχάνει να είναι γαμπρός της Giorgia Meloni, της πρωθυπουργού, και απαίτησε αυστηρά τη διεξαγωγή έρευνας. Αντιμέτωπη με υπαρξιακές απειλές, η ήπειρος απέδειξε για άλλη μια φορά το ταλέντο της να δίνει προτεραιότητα στα αδιαπραγμάτευτα.

Η βεζουβιανή οργή του κ. Lollobrigida είναι ενδεικτική της κατάστασης: το φαγητό μπορεί να προκαλέσει ισχυρότερα συναισθήματα στην Ευρώπη από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο θέμα. Οι γαστρονομικές συνήθειες συνεχίζουν να διχάζουν τις χώρες της, ακόμα και αν έχουν έρθει κοντά με μυριάδες άλλους τρόπους. Για δεκαετίες η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τιθασεύσει με κόπο τον εναπομείναντα υπερεθνικισμό της. Στη μία ατελείωτη σύνοδο κορυφής μετά την άλλη, 27 σύνολα εθνικών νόμων εναρμονίστηκαν, οι συνοριακοί έλεγχοι εξαλείφθηκαν, τα νομίσματα συγχωνεύτηκαν σε ένα. Όμως μια ήπειρος που έχει συρραφτεί με συνθήκες παραμένει διαλυμένη εξαιτίας των συνταγών. Από το Δουβλίνο μέχρι το Λούμπλιν και από το Μάλμε μέχρι το Παλέρμο, οι ευρωπαϊκοί ουρανίσκοι παρέμειναν ανεπηρέαστοι μετά από 70 χρόνια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι Αμερικανοί τρώνε σχεδόν το ίδιο φαγητό απ’ όπου κι αν προέρχονται. Ωστόσο, αν σερβίρεις ολλανδικό τυρί σε έναν Έλληνα ή ιρλανδικό στιφάδο σε έναν Ισπανό, το καλύτερο που μπορείς να ελπίζεις είναι μια ευγενική σιωπή. Θεωρείται αγένεια στις μέρες μας για έναν Ευρωπαίο να υποτιμά έναν γείτονα, ο οποίος σίγουρα είναι σύμμαχος σε κάποια ζωτικής σημασίας διαπραγμάτευση της ΕΕ, αλλά το να ρίχνει κανείς σπόντες  για την κουζίνα του παραμένει ένδειξη πατριωτικού ανδρισμού. Ο ευρωπαϊκός εθνικισμός είναι νεκρός. Ζήτω ο ευρωπαϊκός γαστρονασιοναλισμός.

Οι διατροφικές ιδιαιτερότητες χρησιμοποιούνται εδώ και καιρό για να κοροϊδεύουν όσους βρίσκονται πέρα από τα εθνικά σύνορα. Οι Γερμανοί είναι γνωστοί ως Krauts, οι Γάλλοι είναι Frogs (ή «τυροφάγοι πίθηκοι»), οι Βρετανοί είναι Rosbifs σε μια αναφορά στους μη εκλεπτυσμένους τρόπους μαγειρέματος του βοδινού κρέατος, και ούτω καθεξής. Οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη γνωρίζουν ότι η υποτίμηση των μαγειρικών ικανοτήτων των γειτόνων τους έχει αποδοχή στην πατρίδα τους. Ο Γάλλος πρόεδρος Jacques Chirac διακήρυξε κάποτε ότι η μόνη συμβολή της Βρετανίας στην ευρωπαϊκή γεωργία ήταν η νόσος των τρελών αγελάδων και ότι «δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι ανθρώπους που μαγειρεύουν τόσο άσχημα» – κάτι που, από την οπτική γωνία της ΕΕ, αποδείχθηκε αληθινό. Ο αείμνηστος Silvio Berlusconi της Ιταλίας απέρριπτε το φαγητό από τη Φινλανδία ως αποτελούμενο σε μεγάλο βαθμό από μαριναρισμένο τάρανδο. Η εκδίκηση ενός Φινλανδού εστιάτορα, μια πίτσα Berlusconi με καπνιστό κρέας ταράνδου, νίκησε πολλές ιταλικές συμμετοχές σε ένα φεστιβάλ παρασκευής πίτσας στη Νέα Υόρκη.

Στα θέματα της κουζίνας, όπως και στα οικονομικά και το κλίμα, μια οριζόντια γραμμή χωρίζει την ήπειρο. Όσοι βρίσκονται πάνω από αυτήν, οι πλούσιοι, βροχεροί βόρειοι, μαγειρεύουν κυρίως με βούτυρο και είναι οι γαστρονομικά φτωχοί συγγενείς της ηπείρου. Η «κουζίνα» τους, ισχυρίζονται οι νότιοι γείτονές τους, είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για την παροχή θερμίδων που ταιριάζουν στην έμφυτη έλλειψη χιούμορ τους. Υπάρχει κάποιος που έχει ποτέ αναζητήσει οικειοθελώς ένα γερμανικό, ολλανδικό ή πολωνικό εστιατόριο; Οι νότιοι, αντιθέτως, είναι μια ομάδα με ελαιόλαδο. Οι Ιταλοί, οι Έλληνες και οι Γάλλοι (οι οποίοι ακροβατούν έξυπνα μεταξύ λαδιού και βουτύρου) θεωρούν το γεύμα ως ιερή τελετουργία, που τρέφει τόσο την ψυχή όσο και το σώμα.

Οι βόρειοι του ελεύθερου εμπορίου, με το βαρετό φαγητό τους, έχουν κερδίσει πολλά από την παγκοσμιοποίηση: δείτε πόσο γρήγορα οι Βρετανοί εγκατέλειψαν το ροσμπίφ τους για χάρη του κοτόπουλου tikka masala και πώς οι Γερμανοί συνέρρευσαν στα κεμπάπ döner. Στους Νότιους αρέσει αυτό που έχουν και θέλουν να το υπερασπιστούν. Εν μέρει δυσανασχετούν με τις φτωχές απομιμήσεις των συνταγών των μητέρων τους. Οι Σκανδιναβοί σερβίρουν ευχαρίστως τα ζυμαρικά τους με κέτσαπ, ενώ οι Πολωνοί σερβίρουν ένα πιάτο με μακαρόνια και φράουλες (καλύτερα να μην το πείτε στον κ. Lollobrigida). Οι νότιοι έχουν αντιδράσει έντονα ενάντια σε αυτή τη γαστρονομική οικειοποίηση. Από το 1992 η ΕΕ έχει επιβάλει κανόνες που ορίζουν ότι ορισμένα τρόφιμα μπορούν να προέρχονται μόνο από συγκεκριμένες περιοχές, εξασφαλίζοντας, για παράδειγμα, ότι μόνο οι Έλληνες μπορούν να φτιάχνουν φέτα και ότι η παρμεζάνα πρέπει να προέρχεται από τη βόρεια Ιταλία. Από τα πάνω από 1.500 τρόφιμα που προστατεύονται τώρα, περισσότερο από το 70% προέρχονται από πέντε νότιες χώρες. Στις 10 Δεκεμβρίου η UNESCO επέκτεινε τον κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας για να συμπεριλάβει την κουζίνα της Ιταλίας, καθιστώντας την έτσι την πρώτη χώρα που έλαβε μια τέτοια αναγνώριση. Υποθέτουμε ότι δεν υπάρχουν σχέδια για την αναγνώριση της ολλανδικής κουζίνας.

Οι γαστριμαργικές διαμάχες της Ευρώπης είναι νόστιμες επειδή μπορεί να είναι κωμικοτραγικές. Είναι ο ναρκισσισμός των μικροσκοπικών διαφορών. Οι Βέλγοι δυσανασχετούν που οι «τηγανητές πατάτες» πήραν το όνομά τους από τους γείτονές τους, δεδομένης της προφανούς ανωτερότητάς τους στο μαγείρεμά τους. Οι Έλληνες διεκδικούν τον «τούρκικο καφέ». Όλες οι χώρες της νότιας Ευρώπης αποστάζουν φρούτα σε κάποιο νερό της φωτιάς με άρωμα γλυκάνισου, το οποίο απολαμβάνεται καλύτερα στη λιακάδα- ποιος μπορεί να ξεχωρίσει το ελληνικό ούζο, τη βουλγαρική μαστίχα και τη βαλκανική ρακή; Και όμως, κάθε χώρα αντιμετωπίζει το δικό της παρασκεύασμα ως νέκταρ των θεών, ενώ υποτιμά το αντίστοιχο των γειτόνων της ως φτηνή απομίμηση. Η Ουκρανία και η Ρωσία διαπληκτίζονται εδώ και καιρό για την προέλευση της σούπας μπορς, χρησιμοποιώντας η καθεμία τον ισχυρισμό της άλλης ως απόδειξη αδιαλλαξίας.

Σε μια παγκοσμιοποιημένη εποχή όπου το «fusion» φαγητό που μπορεί να αναπαραχθεί στο Instagram ξεπερνά την τοπική παράδοση, δεν είναι λογικό να υπάρχει λίγος γαστρονομικός σοβινισμός; Μόνο μέχρι ενός σημείου. Διότι το να ορίζει κανείς έναν «σωστό» τρόπο παρασκευής ενός πιάτου ή να το δεσμεύει σε έναν τόπο, είναι σαν να χάνει τον τρόπο με τον οποίο η κουζίνα εξελίσσεται. Οι μάγειρες δανείζονται, προσαρμόζουν και βελτιώνουν ό,τι βρίσκουν. Μεγάλο μέρος της διατροφικής παράδοσης εφευρίσκεται ούτως ή άλλως. Η καρμπονάρα που υπερασπίζονται τόσο σθεναρά οι Ιταλοί δεν είναι προγονικό πιάτο: η πρώτη γνωστή συνταγή τυπώθηκε το 1952 – στο Σικάγο. Μόνο τη δεκαετία του 1990 ρίζωσε η σημερινή «κανονική» εκδοχή. Λάβετέ το υπόψη την επόμενη φορά που θα την έχετε στο πιάτο μπροστά σας.

© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από το www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com.