Οι ΗΠΑ αυξάνουν απότομα τους δασμούς, η αμερικανική αγορά εργασίας επιβραδύνεται και ο Τραμπ στρέφει την οργή του κατά πάντων, από το Χάρβαρντ μέχρι το Γραφείο Στατιστικών Εργασίας. Κι όμως η Wall Street αρνείται να καταρρεύσει, σχολιάζει το περιοδικό Time.
Παρά τις οικονομικές προκλήσεις, ο S&P 500 έχει κερδίσει σχεδόν 8% μέχρι στιγμής φέτος. Το κατά πόσο θα συνεχιστεί το ράλι εξαρτάται από το αν η πραγματική ισχύς της αμερικανικής οικονομίας μπορεί να αντέξει τον δραστικό μετασχηματισμό του παγκόσμιου εμπορίου που επιβάλλει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Παραδοσιακά θεωρείται πως η κίνηση των τιμών των μετοχών αντανακλά τη μελλοντική εικόνα μιας εταιρείας σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Ουσιαστικά, παρά τις εργατοώρες που αφιερώνονται σε αυτές τις προβλέψεις, μιλάμε για χονδρικές εκτιμήσεις και αβέβαιες εικασίες του τι μπορεί να συμβεί μέσα στους επόμενους 12 μήνες και μετέπειτα. Τις τελευταίες εβδομάδες περισσότερες εταιρείες απ’ ό,τι συνήθως ανακοίνωσαν αποτελέσματα β’ τριμήνου που ξεπέρασαν τις προσδοκίες, με τους αναλυτές να αναβαθμίζουν ελαφρώς τις προβλέψεις για το επόμενο τρίμηνο. Οι αποτιμήσεις στην αγορά είναι υψηλότερες από τον ιστορικό μέσο όρο (περίπου 22 φορές τα προβλεπόμενα κέρδη), αλλά οι ταύροι υποστηρίζουν ότι αυτό δικαιολογείται από τις εκτιμήσεις πως οι τεχνολογικές εταιρείες θα αποκομίσουν τεράστια κέρδη από την επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης.
Όλα αυτά φαίνονται αρκετά λογικά για μια οικονομία που έχει αναπτυχθεί κατά μέσο όρο 2,8% τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει ανακάμψει ικανοποιητικά από τα lockdowns και έχει αντέξει τις πιο απότομες αυξήσεις επιτοκίων των τελευταίων 40 ετών.
Όμως τα χρηματιστήρια τρέχουν με βάσει τις προσδοκίες για το μέλλον και κανένα από αυτά τα δεδομένα από το παρελθόν δεν αποκαλύπτει πολλά για τον αντίκτυπο των ριζικών αλλαγών που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ.
Από εδώ και πέρα, τι γίνεται;
Το «μεγάλο, όμορφο νομοσχέδιο» του Τραμπ διατήρησε χαμηλά την εταιρική φορολογία και παρείχε τεράστια ενίσχυση στις αμυντικές δαπάνες· γεγονός που θα προσθέσει περίπου 3,4 τρισ. δολάρια στο έλλειμμα των Ηνωμένων Πολιτειών την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου. Η κυβέρνηση υποστηρίζει, ωστόσο, ότι σε συνδυασμό με ένα κύμα απορρύθμισης, τα ποσοστά ανάπτυξης θα είναι πάνω από 1% υψηλότερα τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αν και αυτό θα ήταν εντυπωσιακό, οι περισσότεροι ανεξάρτητοι οικονομολόγοι αναμένουν περισσότερα εμπόδια από τους δασμούς παρά οφέλη από τις φοροαπαλλαγές και την απορρύθμιση: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αύξησε πρόσφατα τις προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη στο 3,1% φέτος, ωστόσο δεν προβλέπει πάνω από 2% για τις ΗΠΑ το 2025 και το 2026, υπενθυμίζει το περιοδικό.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο ότι οι δασμοί αποτελούν σημαντική και ύπουλη αύξηση της φορολογίας, καθώς οι μέσοι συντελεστές αυξάνονται από 2,5% σε σχεδόν 20%, ανάλογα το αγαθό. Δεν θα αυξηθούν όλες οι τιμές σε αυτόν τον βαθμό -καθώς οι εισαγωγές αντιστοιχούν σε λίγο πάνω από το 10% της οικονομίας και πολλές εταιρείες θα απορροφήσουν μέρος του αυξημένου κόστους-, όμως τα 300 δισ. δολάρια από έσοδα δασμών που περιμένει να δει φέτος ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ θα πληρωθούν από τους Αμερικανούς.
Ακόμη χειρότερη από όλα τα παραπάνω είναι η παρατεταμένη αβεβαιότητα για επενδυτές και εταιρικά στελέχη χάραξης στρατηγικής. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ο Τραμπ έχει ανακοινώσει εμπορικά deals, κρίσιμες λεπτομέρειες των συμφωνιών αυτών παραμένουν άγνωστες.
Στο μεταξύ, ο ίδιος έχει υποσχεθεί νέους δασμούς σε φαρμακευτικά προϊόντα και ημιαγωγούς. Και -ακόμη κι αν εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις τον αναγκάσουν να κάνει πίσω σε κάποιες τελωνειακές επιβαρύνσεις- οι απειλές του μέσω του Truth Social για δασμούς ως μέσο πίεσης σε Βραζιλιάνους εισαγγελείς και η επιβολή δασμού στις αγορές ρωσικού πετρελαίου από την Ινδία, κρατούν τους πάντες σε μια κακώς εννοούμενη εγρήγορση.
Υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να κλονίσει τη Wall Street;
Πηγαίνοντας πίσω στον Απρίλιο, βλέπουμε πως οι αγορές αντέδρασαν ψυχρά στις αρχικές ανακοινώσεις του Τραμπ για την επιβολή δασμών και την περίφημη Ημέρα Απελευθέρωσης: αμερικανικές μετοχές, κρατικά ομόλογα και δολάριο κατακρημνίστηκαν ταυτόχρονα. Εν αντιθέσει με εκείνο το αρχικό σοκ, τα σημερινά απανωτά ράλι στις τιμές των μετοχών δείχνουν πως οι επενδυτές ίσως θεωρούν την οικονομία ανθεκτική στα υψηλότερα κόστη και τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Ή πιστεύουν ότι η Fed θα μειώσει σύντομα τα επιτόκια.
Η πραγματική δοκιμασία όμως θα έρθει το φθινόπωρο, όταν τα προϊόντα θα αρχίσουν να μπαίνουν στα ράφια των καταστημάτων με τις νέες τιμές, τις προσαρμοσμένες στους δασμούς. Τότε θα έρθει εκ νέου έξαρση στον πληθωρισμό, την οποία η Fed θα πρέπει να καταπολεμήσει με καθυστερημένες μειώσεις επιτοκίων; Ή θα υποχωρήσει κι άλλο η καταναλωτική διάθεση των Αμερικανών και μάλιστα ενόψει εορτών, πράγμα που θα φέρει την οικονομία πιο κοντά στην ύφεση;
Ακόμα χειρότερα, θα μπορούσαμε να δούμε και τα δύο; διερωτάται το Time. Αν ο αμερικανικός βομβαρδισμός των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων, η κλιμακούμενη σύρραξη στην Ουκρανία και οι επίμονες επιθέσεις του Τραμπ κατά της Fed δεν είναι αρκετά για να εκτροχιάσουν τη συγκεκριμένη χρηματιστηριακή αγορά, τότε ίσως το καταφέρει ένα ξέσπασμα στασιμοπληθωρισμού τύπου δεκαετίας 1970.