Αν και δόθηκε ανάσα ανακούφισης μετά τη νέα 90ήμερη παράταση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, στην επιβολή υψηλών δασμών στις εισαγωγές από την Κίνα μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, η αντιπαλότητα μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στην παγκόσμια οικονομία. Ναι μεν οι δασμοί παραμένουν προσωρινά χαμηλότεροι κατά 115% εκατέρωθεν – με τη φορολόγηση των εισαγωγών στις ΗΠΑ να κινείται στο 30% και στην Κίνα να περιορίζεται στο 15% – είναι ξεκάθαρο ότι το Πεκίνο δεν προτίθεται να ενδώσει στις πιέσεις της Ουάσιγκτον. Αντί αυτού, επιτίθεται σε μέτωπα όπου οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πιο αδύναμη θέση.
Εκτός των διεθνών περιορισμών που επέβαλε στις εξαγωγές σπάνιων γαιών, επιφέροντας βαρύτατο πλήγμα στις βιομηχανίες όχι μόνον των ΗΠΑ αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, η Κίνα προχωρά σε άλλες ακόμη πιο στοχευμένες κινήσεις. Ενώ ο Τραμπ ενέκρινε τη Δευτέρα την πώληση των τσιπ Η20 της Nvidia στην Κίνα, το Πεκίνο συστήνει στις κρατικές αλλά και ιδιωτικές εταιρείες να μην τα προμηθεύονται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αν και δεν πρόκειται για μια απευθείας απαγόρευση των Η20, η Κίνα σαφώς αντιδρά στον όρο που έθεσε ο Τραμπ να δίνεται το 15% από τις πωλήσεις των Η20 στην αμερικανική κυβέρνηση.
Όπως επισημαίνεται από αναλυτές που μίλησαν στη γαλλική Le Figaro, ο Τραμπ έχει βρει έναν «αντάξιο αντίπαλο» στον εμπορικό πόλεμο που κήρυξε 2 Απριλίου κατά δεκάδων χωρών με την επιβολή των «αμοιβαίων δασμών». Αυτός ο αντίπαλος είναι η Κίνα την ώρα που η Βρετανία, η Ε.Ε και η Ιαπωνία έσπευσαν να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες. Στο 145% που ανακοίνωσε αρχικά ο Τραμπ κατά των εισαγωγών από την Κίνα, το Πεκίνο απάντησε με δασμούς-αντίποινα στο 125%. Η πρώτη 90ήμερη εκεχειρία με μείωση των δασμών κατά 115% εκατέρωθεν επιτεύχθηκε στα μέσα Μάιου και ανανεώθηκε αυτή τη Δευτέρα για τα μέσα Νοεμβρίου. Εκτός των άλλων, η Κίνα δεν δίστασε να επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών όπου κατέχει δεσπόζουσα θέση, μπλοκάροντας πολύτιμες πρώτες ύλες στις βιομηχανίες και των δυο πλευρών του Ατλαντικού.
Πέραν τούτου, η Κίνα έχει ξεκινήσει και αναζητά νέες αγορές. Η πολιτική ηγεσία της χώρας συνειδητοποιεί ότι, παρά την νέα παράταση για τους δασμούς που επικυρώθηκε από τον Τραμπ μέσω της πλατφόρμας του Truth Social, η προεδρία των ΗΠΑ μέσα στην επόμενη τριετία θα είναι εξίσου απρόβλεπτη. Κάτω από αυτή τη συγκυρία, η Κίνα αύξησε τις εξαγωγές μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2025 παρά το ότι καταγράφηκε πτώση προς τις ΗΠΑ. Οι κινεζικές επιχειρήσεις διοχέτευσαν τις εξαγωγές τους σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, όπως είναι το Βιετνάμ και η Ταϊλάνδη. Ισχυρές ήταν, επίσης, οι εξαγωγές σε Ινδία, Αφρική και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βέβαια αυτή η αλλαγή ρότας στο εξωτερικό εμπόριο της Κίνας δεν γίνεται ανώδυνα. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ε.Ε, λαμβάνουν μέτρα για να αναχαιτίσουν τη μεγάλη εισροή από φθηνά βιομηχανικά προϊόντα, όπως είναι τα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα, της Κίνας. Απώτερος στόχος είναι να προστατεύσουν τις εγχώριες βιομηχανίες τους.
Την ίδια ώρα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις των ΗΠΑ βρίσκονται υπό την ομηρία του εμπορικού πολέμου του Τραμπ με το Πεκίνο. Καθώς οι ΜμΕ δεν διαθέτουν τις οικονομίες κλίμακας που έχουν ισχυροί όμιλοι για να απορροφήσουν τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που προκαλούνται από τους δασμούς Τραμπ, το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ υπολογίζει ότι οι μικροί εισαγωγείς θα υποστούν πλήγμα 202 δισ. δολαρίων. Εκτιμήσεις του πρακτορείου Bloomberg προσδιορίζουν το πλήγμα αυτό στα 856.000 δολάρια ανά επιχείρηση, σε ετήσια βάση.
Η Ομοσπονδία Λιανικού Εμπορίου των ΗΠΑ προειδοποίησε ότι οι μικρές επιχειρήσεις προσπαθούν να επιβιώσουν υπό το βάρος των εισαγωγών που σήμερα κοστίζουν πολύ περισσότερο σε σχέση με τις αρχές του έτους, δηλαδή πριν την ορκωμοσία του Τραμπ. Πολλές μικρές επιχειρήσεις βασίζονται σε κινεζικά προϊόντα για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας συγκεκριμένων υλικών, εξαρτημάτων ή τελικών προϊόντων που δεν είναι εύκολο να βρεθούν αλλού.
Μέχρι τον Ιούνιο, οι επιχειρήσεις στις ΗΠΑ απορρόφησαν πάνω από το ήμισυ του κόστους από τους δασμούς Τραμπ, σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs. Μέσα στους επόμενους μήνες, ωστόσο, το βάρος θα μετατοπιστεί πιο πολύ στους καταναλωτές, ειδικότερα από 50% και πλέον στο 67%, προβλέπει η αμερικανική επενδυτική τράπεζα. Μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, στο μεταξύ, η αντιπαλότητα ΗΠΑ-Κίνας στο εμπόριο αλλά και την τεχνολογία θα συνεχίζει να διατηρεί ένα κλίμα αβεβαιότητας.