Παγιδευμένη στη στασιμότητα εδώ και τουλάχιστον μια τετραετία, η οικονομία της Γερμανίας προσπαθεί να βρει τα πατήματά της σε ένα οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον που έχει αλλάξει άρδην μετά την πανδημία, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τη δεύτερη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ και τον σκληρό ανταγωνισμό από την Κίνα.
Οι προκλήσεις θα επιμείνουν μέσα στο 2026. Οικονομικοί οργανισμοί αμφιβάλλουν για το εάν τα φιλόδοξα δημοσιονομικά σχέδια του κυβερνητικού συνασπισμού επαρκούν, ώστε να ξεπεράσει η μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρωζώνη τον υφιστάμενο κυκεώνα προβλημάτων. Τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας που τέθηκαν σε εφαρμογή στις χριστουγεννιάτικες αγορές -μετά τη σύλληψη πέντε υπόπτων για τον σχεδιασμό επίθεσης στην αγορά της Βαυαρίας- επιβαρύνουν ακόμη πιο πολύ την ψυχολογία των πολιτών.
«Οι εταιρείες είναι πιο απαισιόδοξες για το πρώτο ήμισυ του 2026. Το τρέχον έτος τελειώνει χωρίς καμία αίσθηση αισιοδοξίας», δήλωσε ο επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo, Κλέμενς Φούεστ. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα αντανακλάται από τον δείκτη επιχειρηματικής εμπιστοσύνης του Ifo, που υποχώρησε τον Δεκέμβριο στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά μηνών, δηλαδή στο 87,6, έναντι προβλέψεων για 88,2.
Πτώση σημειώθηκε στις νέες παραγγελίες, οι εταιρείες αναπροσαρμόζουν τα σχέδια παραγωγής, το λιανικό εμπόριο παρουσιάζει απογοητευτικές πωλήσεις την περίοδο των Χριστουγέννων, η δραστηριότητα στον κατασκευαστικό κλάδο παραμένει υποτονική και το κλίμα στον κλάδο υπηρεσιών είναι αρνητικό, σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο. Από τον Απρίλιο μέχρι τον Νοέμβριο η ανεργία διατηρείται σταθερή στο 6,3%, μετά τη σταθερή άνοδο που παρουσιάζει από το 5,5% προ διετίας.
Δεκάδες χιλιάδες απολύσεις σε κλάδους-πυλώνες στη Γερμανία
Από τα τριμηνιαία αποτελέσματα των VW, Mercedes-Benz και BMW φαίνεται πως ο κλάδος των αυτοκινητοβιομηχανιών και των κατασκευαστών εξαρτημάτων αυτοκινήτων της Γερμανίας υστερεί σε καινοτομίες στην ηλεκτροκίνηση για να ανταγωνιστεί τις κινεζικές εταιρείες, ενώ οι δασμοί Τραμπ αποτελούν μια μεγάλη «τρικλοποδιά» στην αμερικανική αγορά. Τα προβλήματα αποτυπώνονται στις απολύσεις 55.000 υπαλλήλων την τελευταία διετία στον κλάδο, σύμφωνα με τη Γερμανική Ένωση Αυτοκινητοβιομηχανιών (Association of the Automotive Industry). Στον μεταποιητικό κλάδο έχουν αναγγελθεί, παράλληλα, 114.000 απολύσεις κατά τη διάρκεια του δωδεκαμήνου, με την Thyssenkrupp να μειώνει κατά 40% το εργατικό δυναμικό της.
Οι δασμοί του Τραμπ έχουν ήδη αφήσει ένα αρνητικό αποτύπωμα στη γερμανική οικονομία. Οι εξαγωγές των γερμανικών επιχειρήσεων προς τις ΗΠΑ έχουν υποχωρήσει κατά 7,4% μέσα στους πρώτους εννέα μήνες του 2025. Παράλληλα, η Κίνα φαίνεται να υπερισχύει, μιμούμενη το εξαγωγικό μοντέλο της Γερμανίας. Όπως επισημαίνει ο Σπύρος Αντρεόπουλος, ιδρυτής της συμβουλευτικής εταιρείας Thin Ice Macroeconomics, «τα κινεζικά διαρκή προϊόντα είναι, κατά μέσον όρο, κατά 30% φθηνότερα από αυτά των Ευρωπαίων». Απευθυνόμενος στους Financial Times, συμπληρώνει ότι «το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η υπερδύναμη της Ασίας έχει επίσης αναπληρώσει κενά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προϊόντων της. Για πρώτη φορά από το 2008, η Γερμανία παρουσίασε έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των διαρκών αγαθών με την Κίνα κατά τους τελευταίους 12 μήνες.
Αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα του δημοσιονομικού πακέτου-μαμούθ του Φρίντριχ Μερτς
Μακριά είναι, εν τω μεταξύ, το φως στο τούνελ, παρά την ιστορική απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου για την τροποποίηση του Συντάγματος σε ό,τι αφορά το «φρένο χρέους». Η απόφαση ελήφθη την περασμένη άνοιξη, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για δημόσιες δαπάνες ύψους 1 τρισ. ευρώ σε υποδομές και άμυνα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προειδοποίησε, ωστόσο, πως η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που έχει δρομολογηθεί από τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και τους Χριστιανοδημοκράτες (SPD), τα δυο κόμματα που συνθέτουν τον κυβερνητικό συνασπισμό υπό την καγκελαρία του Φρίντριχ Μερτς, δεν αρκεί.
Στην έκθεσή του, το ΔΝΤ αναφέρει «πως δίχως τολμηρές μεταρρυθμίσεις, η Γερμανία αντιμετωπίζει δύσκολες προοπτικές ανάπτυξης στο μεσοπρόθεσμο μέλλον». Εκτός των δαπανών-μαμούθ για τις υποδομές και την άμυνα, η κυβέρνηση θα πρέπει να μειώσει τα φορολογικά κίνητρα για τα έγγαμα ζευγάρια, να περιορίσει τη γραφειοκρατία και να «τονώσει παραγωγικότητα και επιχειρηματικότητα». Το ταμείο υπογράμμισε πως μεγάλα τμήματα «του μεταποιητικού κλάδου έχουν παγιδευτεί σε σχετικά χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης» και βάλλονται από τον «εντεινόμενο ανταγωνισμό σε κρίσιμες εξαγωγικές αγορές».
Τον περασμένο μήνα, επίσης, το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων προέβλεψε πως ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα αυξηθεί ισχνά από το 0,2% το 2025 στο 0,9% το 2026 αντί του 1,3% που εκτιμά η κυβέρνηση. Το πενταμελές πάνελ τόνισε πως τα μέτρα της κυβέρνησης Μερτς θα πρέπει να «βελτιωθούν σημαντικά» και να διασφαλιστεί πως δεν θα σπαταληθούν οι ευκαιρίες που ανοίγονται.
Ενεργειακό κόστος και έλλειψη καινοτομίας
Μερίδα αναλυτών, ωστόσο, θεωρούν πως οι δαπάνες στον αμυντικό κλάδο και η ανανέωση των υποδομών θα αποτελέσουν τονωτική ένεση για τη βιομηχανία. Σύμφωνα με τη Schwab, οι επενδύσεις της κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από το 1,3% το 2024 στο 2,8% το 2026. Οι πιο επιφυλακτικοί οικονομολόγοι, ωστόσο, τονίζουν πως η Γερμανία υστερεί σε νέους τομείς, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, που μπορούν να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες.
Κυριότερο «αγκάθι» παραμένει το αυξημένο κόστος ενεργείας. Νοικοκυριά και η βιομηχανία εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβότερα την ενέργεια σε σχέση με πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την επακόλουθη απώλεια του φθηνού φυσικού αερίου της Gazprom. Το συνολικό ενεργειακό κόστος ενός μέσου νοικοκυριού -ηλεκτρισμός, θέρμανση, μεταφορές- ήταν περίπου 31% υψηλότερο στις αρχές του 2025 σε σχέση με το 2021. Οι βιομηχανικές τιμές ενέργειας παραμένουν, επίσης, σημαντικά υψηλότερες σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, γεγονός που επηρεάζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα – ένα «βαρίδι» που θα παραμείνει, καθώς οι σχέσεις με το Κρεμλίνο έχουν διαρραγεί οριστικά.