Ενώ στις 9 Ιουλίου 2025 λήγει η προθεσμία για την επίλυση της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ – EE δεν αποκλείεται στο ενδιάμεσο να κλιμακωθεί η διαμάχη. Σύμφωνα με την Deutsche Welle η αμερικανική οικονομία χάνει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, οι οποίοι στρέφονται περισσότερο προς στην Ευρώπη.
Στη Γερμανία, την ώρα που ο αμερικανικός χρηματιστηριακός δείκτης S&P χάνει έδαφος, ο γερμανικός DAX κερδίζει. Σημειώνει μάλιστα ρεκόρ. Από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, το δολάριο χάνει σε αξία έναντι του ευρώ.
Το ΔΝΤ αλλά και η γερμανική Bundesbank κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την εκρηκτική αύξηση του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ, που ξεπερνά τα 36 τρις δολάρια, πάνω από το 120% του αμερικανικού ΑΕΠ. Ο επικεφαλής της Bundesbank Γιοάχιμ Νάγκελ είχε προειδοποιήσει πριν από τη Σύνοδο της ομάδας G7 στον Καναδά για νέες αναταράξεις στις διεθνείς χρηματαγορές, εάν δεν δοθεί λύσει στον εμπορικό πόλεμο που έχουν κηρύξει οι ΗΠΑ.
Η αναπληρώτρια διευθύντρια του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπιναθ, μέσω συνέντευξής της στους Financial Times είχε επίσης προειδοποιήσει για το διαρκώς αυξανόμενο δημόσιο χρέος στις ΗΠΑ. Ο πρώην επικεφαλής γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου, Χανς Βέρνερ Ζιν, τονίζει ότι το «αμερικανικό μοντέλο» κατανάλωσης πάνω από τις πραγματικές δυνατότητες δεν είναι βιώσιμο.
Οι δασμοί του Τραμπ επιτείνουν τα προβλήματα
Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η επιβολή δασμών δεν λύνει προβλήματα εμπορικού ισοζυγίου. Επενδυτικοί κολοσσοί, όπως η Apollo Global ή η Blackstone, στρέφονται προς τη Γερμανία, η οποία εξελίσσεται σε επενδυτικό πόλο έλξης, όσο η αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές γίνεται νόρμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Blackstone. O Διευθύνων Σύμβουλός της, Στιβ Σβάρτσμαν, ανακοίνωσε επενδυτικά σχέδια έως και 500 δις δολαρίων στην Ευρώπη την επόμενη δεκαετία.
Σε μια εποχή γεωπολιτικών αναταράξεων η Ευρώπη, κυρίως λόγω των νέων επενδυτικών πακέτων, όπως αυτό που συμφώνησε η γερμανική βουλή για επενδύσεις στις υποδομές, γίνεται ολοένα πιο ελκυστική. «Το βλέπουμε ως μεγάλη ευκαιρία» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Κομβικός στη στήριξη αυτής της τάσης θα είναι ο ρόλος των Βρυξελλών και οι ενέργειες της Κομισιόν προς τόνωση της ενιαίας αγοράς, που μετρά σχεδόν 450 εκατομμύρια καταναλωτές. Σύμφωνα με εσωτερικό έγγραφο της Κομισιόν που διέρρευσε, για να αντισταθμιστούν οι απώλειες ύψους 20% από τη μείωση των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, αρκεί μια αύξηση της τάξης του 2,4% στο εσωτερικό εμπόριο.
Κρίσιμη είναι επίσης η μείωση της γραφειοκρατίας, από την οποία θα επωφεληθούν πρωτίστως μικρομεσαίες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα η ΕΕ θα πρέπει να στραφεί σε νέες ασιατικές αγορές, όπως η Ινδία και η Ινδονησία καθώς και προς τη Λατινική Αμερική. Μόνο έτσι η κουρασμένη Γηραιά Ήπειρος θα μπορέσει να καταστεί «great again». Τουλάχιστον με όρους εμπορίου.
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών ζητά παράταση των διαπραγματεύσεων
Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Ερίκ Λομπάρντ, ζήτησε παράταση των εμπορικών διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ πέραν της προθεσμίας της 9ης Ιουλίου, με σκοπό την επίτευξη μιας καλύτερης συμφωνίας.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει θέσει την εν λόγω προθεσμία, προειδοποιώντας ότι η αποτυχία επίτευξης συμφωνίας θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή υψηλότερων δασμών από τις ΗΠΑ, σε προϊόντα όπως τα αυτοκίνητα και τα φαρμακευτικά είδη.
Η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο εμπορικών γιγάντων παραμένει ασαφής. Όπως αναφέρουν πηγές που γνωρίζουν τις συνομιλίες στο Reuters, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν πλέον συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο δασμός 10% που επέβαλε η Ουάσιγκτον τον Απρίλιο ως «ανταποδοτικός» αποτελεί το πιθανό σημείο εκκίνησης οποιασδήποτε συμφωνίας.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, είχε δηλώσει νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι για ορισμένες χώρες που διαπραγματεύονται με καλή πίστη, οι προθεσμίες θα μπορούσαν να παραταθούν.