Οι Πολωνοί της Sinsay φέρνουν στην Ελλάδα τον ανταγωνιστή της BSB και της Attrativo

Δρομολογείται η παρουσία της Mohito, μιας αλυσίδας με καθαρά γυναικείο προσανατολισμό, που απευθύνεται κυρίως σε ηλικίες 20-30

Κατάστημα Mohito © licdn.com

Ο πολωνικός πολυεθνικός όμιλος μόδας LPP ανεβάζει ταχύτητα στην ελληνική αγορά ένδυσης, με τη Sinsay να εξελίσσεται σε έναν από τους πιο επιθετικούς παίκτες στον τομέα της λιανικής ειδών ένδυσης που πληρούν τη σχέση ποιότητας-τιμής. Το δίκτυο της αλυσίδας αριθμεί πλέον 51 καταστήματα πανελλαδικά, μετά και το πρόσφατο άνοιγμα στον Πύργο, επιβεβαιώνοντας ότι η ανάπτυξη αποτελεί μέρος ενός σαφούς σχεδίου επέκτασης.

Ο στόχος του ομίλου είναι ξεκάθαρος: μέσα στην επόμενη τριετία η Sinsay να ξεπεράσει τα 100 καταστήματα στην Ελλάδα, κεφαλαιοποιώντας τη στροφή των καταναλωτών προς την προσιτή μόδα. Σε μια αγορά όπου το λεγόμενο «middle» δείχνει να πιέζεται, η ζήτηση φαίνεται να πολώνεται ανάμεσα στο high-end και στο value for money, με τη δεύτερη κατηγορία να κερδίζει διαρκώς έδαφος, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.

Η Sinsay τοποθετείται ακριβώς σε αυτό το κομμάτι της αγοράς, με μεγάλα καταστήματα, fashion-oriented στήσιμο και προϊοντική γκάμα που θυμίζει διεθνείς παίκτες τύπου H&M, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο ο πιο άμεσος ανταγωνισμός εντοπίζεται σε αλυσίδες όπως η Primark. Το concept της διαφοροποιείται από πιο «σούπερ μάρκετ» προσεγγίσεις, επενδύοντας στη μόδα, στον χώρο και στον όγκο.

Η άφιξη της Mohito στην Ελλάδα και ο ανταγωνισμός με γνωστές αλυσίδες γυναικείας ένδυσης

Την ίδια ώρα, η ελληνική αγορά φαίνεται πως ετοιμάζεται να υποδεχθεί και δεύτερο brand που ανήκει στο χαρτοφυλάκιο της LPP. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του powergame.gr, μέσα στους επόμενους μήνες δρομολογείται η παρουσία της Mohito, μιας αλυσίδας με καθαρά γυναικείο προσανατολισμό, που απευθύνεται κυρίως σε ηλικίες 20-30 ετών και κινείται στο ίδιο πεδίο με brands όπως οι ελληνικών συμφερόντων αλυσίδες ένδυσης BSB και Attrativo. Η κίνηση αυτή, εφόσον υλοποιηθεί, αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω τον ανταγωνισμό στη μεσαία κατηγορία γυναικείας ένδυσης, με έμφαση στο σύγχρονο design και τις προσιτές τιμές.

Με τη Sinsay να χτίζει πυκνό δίκτυο και τη Mohito να βρίσκεται προ των πυλών, η LPP δείχνει ότι αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως αγορά στρατηγικής σημασίας. Σε ένα περιβάλλον όπου η σχέση ποιότητας τιμής στις αγορές των καταναλωτών εξελίσσεται σε κυρίαρχη τάση, οι Πολωνοί φαίνεται να τοποθετούνται εγκαίρως και μεθοδικά, διεκδικώντας μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της εγχώριας μόδας.

Θυμίζουμε ότι η LPP στην Ελλάδα μέσω της Sinsay κατέγραψε κύκλο εργασιών άνω των 35 εκατομμυρίων ευρώ το 2024, από 6,31 εκατομμύρια ευρώ που ήταν το αντίστοιχο ποσό του 2023. Ταυτόχρονα, η περσινή χρονιά ήταν η πρώτη με κερδοφορία, καθώς τα κέρδη μετά από φόρους διαμορφώθηκαν στις 935,54 χιλιάδες ευρώ, από ζημίες 561,63 χιλιάδων ευρώ στην προηγούμενη χρήση.

Περισσότερα από 2.000 καταστήματα διεθνώς

Σε διεθνές επίπεδο ο όμιλος LPP διατηρεί περισσότερα από 2.000 καταστήματα στις χώρες όπου δραστηριοποιείται, ενώ, σύμφωνα με τη λίστα του Forbes, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία ιδιωτικών συμφερόντων στην Πολωνία.

Στην οικονομική της σύνοψη για το 2024, η LPP απέδειξε για ακόμη μία φορά ότι τα φιλόδοξα αναπτυξιακά πλάνα μπορούν να συνδυάζονται με ισχυρές οικονομικές επιδόσεις. Όπως είχε προγραμματιστεί, η εταιρεία άνοιξε περισσότερα από 660 νέα καταστήματα μέσα στο έτος, ενώ η συνολική εμπορική της επιφάνεια αυξήθηκε κατά 23% σε ετήσια βάση, με το brand Sinsay να καταγράφει τη μεγαλύτερη αύξηση στον αριθμό καταστημάτων.

Σε συνέχεια των προηγούμενων ανακοινώσεων, τα έσοδα του Ομίλου ξεπέρασαν τα 4,6 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 20% σε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και 16% σε δημοσιευμένους όρους. Ιδιαίτερα ισχυρή ήταν και η επίδοση του ηλεκτρονικού εμπορίου, με ρεκόρ αύξησης πωλήσεων κατά 31% σε σταθερές ισοτιμίες και 26% σε δημοσιευμένους όρους.

Τα λειτουργικά κέρδη του Ομίλου υπερέβησαν τα 550 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα οι επενδυτικές δαπάνες αυξήθηκαν σε επίπεδα άνω των 410 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων κατευθύνθηκε στην ανάπτυξη του δικτύου πωλήσεων, καθώς και στην ενίσχυση των υποδομών logistics και τεχνολογίας, προετοιμάζοντας την εταιρεία για το επόμενο κεφάλαιο της στρατηγικής της.