Αντιμέτωπη με έντονες πιέσεις από την Τουρκία βρίσκεται η Ελλάδα σε δύο βασικούς παραγωγικούς τομείς του αγροδιατροφικού τομέα: τις ιχθυοκαλλιέργειες και τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών, ο ανταγωνισμός εντείνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της σταθερής ανόδου της παραγωγής από τρίτες χώρες, με την Τουρκία να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις ελληνικές επιχειρήσεις έρχεται από τις αυξημένες εξαγωγές της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες συνδυάζονται με ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές. Παράλληλα, η γειτονική χώρα διευρύνει την παρουσία της στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω θυγατρικών και εμπορικών εταιρειών που έχουν ιδρυθεί στην Ελλάδα, αξιοποιώντας υπάρχοντα δίκτυα διανομής που είχαν δημιουργηθεί από ελληνικές επιχειρήσεις κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Μέσω αυτών των εταιρειών, σημαντικές ποσότητες τουρκικών ψαριών εισάγονται στην Ελλάδα, εκτελωνίζονται και επανεξάγονται προς άλλα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ως τουρκικά προϊόντα.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση Υδατοκαλλιέργειας της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), η διακίνηση τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας μειώθηκε το 2023 κατά 2% σε σχέση με το 2022. Παρ’ όλα αυτά, οι ποσότητες παραμένουν σημαντικές: πέρυσι εισήχθησαν συνολικά 12.331 τόνοι νωπών ψαριών, εκ των οποίων 8.754 τόνοι τσιπούρας και 4.477 τόνοι λαβρακιού. Οι ποσότητες αυτές εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και, στη συντριπτική τους πλειονότητα, επανεξήχθησαν προς άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Τουρκία καλύπτει σχεδόν το 98% των εισαγόμενων ποσοτήτων τσιπούρας και λαβρακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2023, οι εξαγωγές της προς την Ε.Ε. ανήλθαν συνολικά σε 63.096 τόνους, εκ των οποίων το 64% ήταν τσιπούρα (40.695 τόνοι) και το 34% λαβράκι (22.401 τόνοι). Η μεγάλη πλειοψηφία των εξαγωγών αυτών – περίπου το 95% – αφορούσε νωπά προϊόντα.
Η ανάπτυξη του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει καίριες προκλήσεις, οι οποίες εντοπίζονται κατά βάση στην μη χωροθέτηση των Περιοχών Οργανωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιεργειών (ΠΟΑΥ), η οποία αποτελεί αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Χωροταξίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι υφίστανται ώριμες μελέτες για τις ΠΟΑΥ, οι οποίες βρίσκονται σε υπουργικά γραφεία χωρίς να προωθούνται στο Συμβούλιο της Επικρατείας προς έγκριση. Επιπροσθέτως, υπάρχουν τρεις μελέτες, οι οποίες παρά το γεγονός ότι είναι πλήρως καταρτισμένες και ολοκληρωμένες εμφανίζεται σημαντική κωλυσιεργία. Το αποτέλεσμα είναι ότι από τις συνολικά 23 ΠΟΑΥ που θα έπρεπε έως τώρα να έχουν χωρηθετηθεί, έχουν χωροθετηθεί μόνο οι 7.
H Τουρκία και η Ελλάδα είναι οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγοί (273.000 τόνοι και 121.300 τόνοι αντίστοιχα) καθώς αντιπροσωπεύουν το 64% της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού παγκοσμίως. Ακολουθούν η Αίγυπτος (78.500 τόνοι), η Ισπανία (37.596 τόνοι), η Τυνησία (19.000 τόνοι), η Κροατία (17.250 τόνοι), η Ιταλία (17.050 τόνοι) και η Σαουδική Αραβία (12.000 τόνοι). Επισημαίνεται ωστόσο ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της Τουρκίας ήταν ταχύτατη ως προς τις παραγόμενες ποσότητες με την Ελλάδα από την άλλη πλευρά να κινείται πτωτικά.
Εξαγωγές κηπευτικών
Την ίδια ώρα , η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά βήματα πίσω σε εξαγωγές κηπευτικών σε σύγκριση με άλλες χώρες καθώς διέθεσε 197 εκατ. ευρώ εκτός συνόρων το 2023, με βάση στοιχεία από το ΙΟΒΕ. Αντίστοιχα η Τουρκία είχε εξαγωγές κηπευτικών αξίας 1,11 δισεκατομμυρίων ευρώ την ίδια χρονιά, η Ολλανδία 7,29 δισεκατομμύρια ευρώ και η Ισπανία 8,53 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η παραγωγή ντομάτας σε θερμοκήπια παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Και σε αυτόν τον τομέα η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά μακριά με παραγωγή περίπου 11 τόνων ανά στρέμμα μέση απόδοση το 2023, ενώ στις χώρες με υψηλή παραγωγή στην Ευρώπη όπως η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ολλανδία η απόδοση είναι πάνω από 40 τόνους το στρέμμα το 2023. Επίσης, στην Τουρκία η μέση απόδοση είναι περίπου 16 τόνοι ανά στρέμμα. Στον αντίποδα, υπερτερούμε άλλων χωρών όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Τα κηπευτικά και λαχανικά που παράγονται στην Ελλάδα προέρχονται από υπαίθριες και θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Η συνολική έκταση γης που φυτεύτηκε με κηπευτικά και άλλες συναφείς καλλιέργειες, όπως άνθη, σπορεία και φυτώρια, κάλυπτε μόλις το 1,6% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας το 2022.
Τα στοιχεία των τελευταίων ετών καταδεικνύουν στη σταδιακή συρρίκνωση των καλλιεργειών και την ερήμωση της υπαίθρου. Οι εκτάσεις κηπευτικών και λαχανικών που καλλιεργούνται τόσο στην ύπαιθρο όσο και σε θερμοκήπια, προϊόντων όπως είναι τα μαρούλια, οι ντομάτες, τα αγγούρια, οι πιπεριές και οι φράουλες, μειώθηκαν από τα 288,5 χιλιάδες στρέμματα το 2010 σε 142,1 χιλιάδες στρέμματα το 2023, κάτι που σημαίνει συρρίκνωση των καλλιεργούμενων κατά 51%. Εντονότερη μείωση των καλλιεργειών σε στρέμματα καταγράφηκε στο χρονικό διάστημα από το 2020 έως και το 2023, σε ποσοστό 33%. Η εικόνα αυτή οφείλεται στη μείωση των υπαίθριων καλλιεργειών, καθότι η έκταση σε θερμοκήπια αυξήθηκα κατά 22%, από τα 61,3 χιλιάδες στρέμματα το 2010, σε 74,5 χιλιάδες στρέμματα το 2023, με κορύφωση τα 83,6 χιλιάδες στρέμματα το 2021.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Παραπολιτικά