THEPOWERGAME
Η αλήθεια είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα σε καλύτερη θέση, συγκριτικά με την τελευταία δεκαετία και την απαρχή μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης.
Τόσο η κρίση και η ύφεση που ακολούθησε επί μακρόν, όσο και η πρόσφατη πανδημία που ήδη ξεπέρασε τον έναν χρόνο συνέβαλαν στη μετάβαση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Αφού πέρασε ο ελληνικός τραπεζικός τομέας «δια πυρός και σιδήρου» από τις τρεις γενιές ανακεφαλαιοποιήσεων, κατάφερε τόσο με τη βοήθεια του πακέτου στήριξης όσο και με το σοβαρό ρόλο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, να σταθεί στα πόδια του.
Προφανώς, ο ένας λόγος ήταν η απόλυτη (αν και όχι και τόσο έγκαιρη) στήριξη που υπήρξε.
Το βασικό όμως ήταν το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν είχαν δομικά προβλήματα οι ίδιες.
Αντ αυτού, απορρόφησαν όλο τον αντίκτυπο μιας διεθνούς κρίσης, που ξεκίνησε με αφετηρία την ολοκληρωτική πτώση κολοσσών τύπου Lehman Brothers, και που βέβαια βρήκε έδαφος σε μια χώρα εν πολλοίς ανοργάνωτη και ανοχύρωτη θεσμικά .
Όλο αυτό το στόρυ έχει νόημα μόνο για να τονίσουμε ότι μόλις το διεθνές κλίμα άλλαξε και από περίοδο ύφεσης η οικονομία επανέρχεται σταδιακά σε πορεία ανάπτυξης, οι τράπεζες της χώρας είναι σε μια ιδιαίτερα καλή κατάσταση, με την κερδοφορία σταδιακά να εδραιώνεται.
Σαν «κερασάκι στην τούρτα» η πανδημία κατάφερε να ταράξει τα νερά της οικονομίας αλλά βρίσκει τις τράπεζες σε ισχυρή θέση.
Βέβαια υπάρχουν ακόμη αδυναμίες και απαιτείται ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ. Στουρνάρας, να κρούει κάποιες φορές τον κώδωνα του κινδύνου, στην προοπτική μιας προληπτικής γραμμής έναντι σε μια πιθανή νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Αυτό δεν πρέπει να ανησυχεί ούτε την αγορά, ούτε τις ίδιες τις τράπεζες, με την έννοια ότι στόχος είναι η επαγρύπνηση.
Και άλλωστε ο ρόλος του επόπτη, μιας κεντρικής τράπεζας, δεν είναι άλλος παρά αυτός. Και ναι, με την πανδημία απογειώθηκαν τα εναλλακτικά δίκτυα και το digital banking, πέτυχαν οι στόχοι μείωσης των κόκκινων δανείων (για πρώτη φορά από φέτος κάποιες τράπεζες θα έχουν μονοψήφιο NPEs), αλλά η πραγματική επίπτωση από την πανδημία δεν είναι ούτε ακριβής, ούτε σωστή.
Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχουν και στοιχεία που να συνηγορούν στο… αντίθετο.
Ενώ δηλαδή δεν είναι μετρήσιμες οι επιπτώσεις της covid στα ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οι εκτιμήσεις των τραπεζιτών (που σε μεγάλο βαθμό φαίνεται να συμμερίζεται και η Τράπεζα της Ελλάδος) είναι ότι η επίπτωση σε περαιτέρω αύξηση κόκκινων δανείων θα είναι της τάξεως του 15-20%.
Ένα σενάριο αρκετά ισορροπημένο, που μπορεί να αντιμετωπίσει ο κλάδος, όταν υπό «νορμάλ» συνθήκες τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονταν κατά 5 ή 10%.
Μάλιστα, ενθαρρυντικό προς την κατεύθυνση αυτή είναι και τα ποσοστά των δανείων που βγαίνουν από τα μορατόρια, τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετούνται κανονικά και χωρίς να χρησιμοποιηθούν τα βοηθητικά προγράμματα Γέφυρα ή step up.
Το αισιόδοξο σενάριο που εξισορροπεί τους όποιους προβληματισμούς για νέα κόκκινα δάνεια ή για την ανάγκη περισσότερων ποιοτικών εποπτικών κεφαλαίων (εξ ου και τα διπλά μηνύματα που αισθάνεται ότι παίρνει η αγορά), είναι η πορεία που ήδη καταγράφει ο τραπεζικός τομέας.
Παρά τα όσα συμβαίνουν, οι τράπεζες της χώρας παίρνουν τα εύσημα των ξένων οίκων, έχουν τους πιο φιλόδοξους και επιτεύξιμους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων, έχουν ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά κεφαλαιακής επάρκειας, έχουν φροντίσει για έξτρα κεφαλαιακό μαξιλάρι και την ίδια στιγμή, έχουν βρει τρόπους απόσβεσης της ζημιάς από το κόστος των τιτλοποιήσεων, στις οποίες θα εστιάσουν παράλληλα με πωλήσεις χαρτοφυλακίων.
Το πιο πρόσφατο congrats το έλαβαν ήδη από τη Moody’s. Ο γνωστός οίκος δίνει απλόχερα το θετικό outlook που έχει ανάγκη η αγορά για να προσελκύσει διεθνείς επενδυτές. Και το δίνει και με επιχειρήματα. Μια νέα σελίδα αναμένεται να γυρίσει πολύ σύντομα.